χρυσαΐζω

χρυσαΐζω
χρῡσ-αΐζω,
A adorn with gold, Hsch. ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσαΐζω — Α [χρυσός (Ι)] στολίζω με χρυσό …   Dictionary of Greek

  • χρυσαίζεται — χρυσαίζω adorn with gold pres ind mp 3rd sg χρυσαΐζεται , χρυσαίζω adorn with gold pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”